- ἄγρυπνα
- ἄγρυπνοςwakefulneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γρηγορώ — (AM γρηγορῶ, έω) 1. μένω άγρυπνος 2. φρουρώ, προσέχω άγρυπνα («φύλακες, γρηγορείτε») μσν. νεοελλ. βιάζομαι, σπεύδω νεοελλ. φρ. «γρηγορώ τη στράτα» συντομεύω, επιταχύνω τον δρόμο μσν. 1. ξυπνάω 2. επανακτώ τις αισθήσεις, συνέρχομαι 3. επαναφέρω… … Dictionary of Greek
εγερτί — ἐγερτί επίρρ. (Α) 1. πρόθυμα 2. άγρυπνα, προσεχτικά … Dictionary of Greek
εγρηγορτί — ἐγρηγορτί επίρρ. (Α) άγρυπνα … Dictionary of Greek
εγρηγόρως — ἐγρηγόρως επίρρ. (AM) άγρυπνα … Dictionary of Greek
επάγρυπνος — ἐπάγρυπνος, ον (Α) 1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος 2. ακοίμητος, προσεκτικός. επίρρ... έπαγρυπνως άγρυπνα, με επαγρύπνηση … Dictionary of Greek
ευγρηγόρησις — εὐγρηγόρησις, ἡ (Α) το να βρίσκεται κανείς σε εγρήγορση, να φροντίζει άγρυπνα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γρηγόρησις «το να είναι κανείς άγρυπνος» (< γρηγορώ «αγρυπνώ»] … Dictionary of Greek
ευόφθαλμος — εὐόφθαλμος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. 1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα 2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος 3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία») 4. (μτφ.… … Dictionary of Greek
νηφόντως — (Α) επίρρ. 1. με νηφαλιότητα, με σύνεση 2. με ένταση, άγρυπνα («τὸ μὴ συνεχῶς προσεύχεσθαι καὶ νηφόντως», Εφραίμ. Σύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήφων, οντος, μτχ. ενεστ. τού νήφω «απέχω από το κρασί, είμαι σε πνευματική διέγερση» + επιρρμ. κατάλ. ως (πρβλ … Dictionary of Greek
ξύπνος — ο, και ξύπνο, το 1. η κατάσταση τής εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς τον ύπνο 2. (η γεν. ως επίρρ.) ξύπνου σε κατάσταση εγρήγορσης, άγρυπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ, κατά το ύπνος] … Dictionary of Greek
παννυχιστής — ό, Α [παννυχίζω] αυτός που αγρυπνά όλη τη νύχτα, που τελεί παννυχίδα, ολονυκτία … Dictionary of Greek